mop$50309$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mop$50309$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
MOP (disambiguation); MoP; Mop (disambiguation)

mop      
v. dweilen; zwabberen; afwegen

Ορισμός

mop
mop1
¦ noun
1. an implement consisting of a bundle of thick loose strings or a sponge attached to a handle, used for wiping floors.
an act of wiping with a mop.
2. a thick mass of disordered hair.
¦ verb (mops, mopping, mopped)
1. wipe or soak up liquid from.
wipe (something) away from a surface.
2. (mop something up) complete or put an end to something by dealing with the remaining parts.
Derivatives
moppy adjective
Origin
C15: perh. ult. related to L. mappa 'napkin'.
--------
mop2
¦ noun Brit. historical an autumn fair or gathering at which farmhands and servants were hired.
Origin
C17: prob. from the practice at the fair whereby a mop was carried by a maidservant seeking employment.

Βικιπαίδεια

MOP

A mop is an impletment for mopping floors

MOP, mop or MoP may refer to: